- κάτωμος
- κάτωμος, -ον (Μ)αυτός που έχει χαμηλούς τους ώμους («ἔστω μὴ κάτωμος, συνωμίαν τε ὑψηλοτέραν ἐχέτω καὶ ἴσην», Ιππιατρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὦμος (< ὦμος), πρβλ. άμφ-ωμος, έξ-ωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάτωμος — low in the shoulder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτωμοι — κάτωμος low in the shoulder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμίζω — (Α) [κάτωμος] ανατάσσω εξαρθρωμένο ώμο («κατωμίζειν ἐς ὀρθόν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek